-
1 κατασείω
A- σείσω Hp.Art.43
: [tense] pf.- σέσεικα Philem.84
:—shake down, throw down,οἰκοδομήματος ἐπὶ μέγα Th.2.76
; τεῖχος, τοῦ τείχους ἐπὶ μέγα, Arr.An.1.19.2, 2.23.1; σεισμὸς κ. τὴν πόλιν Ae|.VH6.7:—[voice] Pass., fall down, Ph.2.512; of a lion's mane,αὐχένος ἐκ λασίοιο Χαίτη -εσείετο Pancrat.Oxy.1085.21
: metaph.,κ. ἀκροατοῦ ὦτα Philostr.VS2.29
;νόμους Procop.Arc.27.33
;κατέσεισεν ἅπαντα καὶ κατεβρόντησε Eun. Hist.p.256
D.; ἕως κατέσεισε until he laid him on the floor (with drinking), Men.8, cf. Philem. l. c., Ath.10.431c.2 impel, drive headlong,νεανίσκον εἰς τὸν μανιώδη καὶ σφαλερὸν τῆς βασιλείας ἔρωτα Eun.Hist.p.235
D., cf. p.267 D.:—[voice] Pass., πρὸς τὸ λέγειν κ. ib. p.223 D.3 in Surgery, treat by shaking, Hp.Art.42:—[voice] Pass., ib. 43.4 κατασείσας τὴν χεῖρα with a motion of the hand, Act.Ap. 19.33;κ. ἱκετηρίας J.BJ2.21.8
; κ. τὰ ἱμάτια, by way of signal, Plu. Pomp.73: more freq. c. dat., κ. τῇ Χειρί beckon with the hand, Plb. 1.78.3, Hld.10.7;κ. τῇ Χειρὶ σιγᾶν Act.Ap.12.17
;κ. τῷ λύχνῳ ἅμα λέγων τὸν λόγον PMag.Lond.46.453
;κ. ὀθόναις Hld.9.6
: abs., κ. τινί beckon to another, as a sign for him to be silent, X.Cyr.5.4.4;κ. τισὶν ἐπεξιέναι J.AJ17.10.2
; but also, shake the head in token of contempt, Phld.Vit.p.37 J.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατασείω
См. также в других словарях:
κατασείω — (AM) 1. σείω πολύ, γκρεμίζω κάτι σείοντάς το (α. «μίαν μὲν ἣ τοῡ μεγάλου οἰκοδομήματος κατὰ τὸ χῶμα προσαχθεῑσα ἐπὶ μέγα τε κατέσεισε καὶ τοὺς Πλαταιᾱς ἐφόβησεν», Θουκ. β. «σεισμὸς κατέσεισε τὴν πόλιν», Αιλ.) 2. ρίχνω κάτω αρχ. 1. ενοχλώ, ταράζω… … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… … Dictionary of Greek
Βαβυλώνιοι — Αρχαίος λαός της πόλης Βαβυλώνας, αλλά και του νότιου τμήματος της Μεσοποταμίας, μεταξύ του Τίγρη και του Ευφράτη. Οι Β. αποτελούσαν τον νότιο κλάδο των σημιτικών πληθυσμών της Μεσοποταμίας και ξεχώριζαν από τους Ασσυρίους, οι οποίοι ήταν… … Dictionary of Greek
Κούριον — Αρχαία πόλη της Κύπρου, 16 χλμ. Δ της Λεμεσού, σήμερα γνωστή με την ίδια ονομασία και μερικώς αναστηλωμένη. Χτισμένη στους προϊστορικούς χρόνους (ίσως τον 14o αι. π.Χ.) από Αχαιούς, κοντά στη θάλασσα και επάνω σε βραχώδες ύψωμα, απρόσβλητο από… … Dictionary of Greek